οπλονημερτείς

οπλονημερτείς
οι
ζωολ. υποδιαίρεση τών λωριδοσκωλήκων ή νημερτίνων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία χιτινωδών μαχαιριδίων με δηλητηριώδη αδένα στο άκρο τής προβοσκίδας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hoplonemertea < hoplo- (< όπλο) + Nemertea (< αρχ. Νημερτής, όν. μιας Νηρηίδας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”